- φουσκιάζω
- φούσκιασα, φουσκιασμένος1. αμτβ., φουσκαλιάζω (βλ. λ.).2. (για καρπούς), κάνω φούσκες, έχω εσωτερικά κενά, είμαι κούφιος: Κολοκύθια φουσκιασμένα.3. (για ψωμί, πίτες κτό.), κάνω (έχω) φουσκάλες.4. (για το σώμα), έχω πλαδαρά πρηξίματα: Φουσκιασμένο πρόσωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.